- αιμοφόρος
- -α, -ο(για τα τριχοειδή αγγεία του σώματος), εκείνος διά του οποίου κυκλοφορεί το αίμα: Aιμοφόρα αγγεία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αιμοφόρος — ο 1. αυτός μέσα από τον οποίο κυκλοφορεί το αίμα. 2. φρ. «αιμοφόρα αγγεία» (Ανατ.) οι σωληνοειδείς σχηματισμοί, μέσα στους οποίους κυκλοφορεί στον οργανισμό, σε κλειστό σύστημα, το αίμα. Περιλαμβάνουν τις αρτηρίες, τις φλέβες και τα τριχοειδή … Dictionary of Greek
-φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… … Dictionary of Greek
αγγείο — I (Βοτ.). Το ξυλώδες στοιχείο που αποτελεί μέρος του κυκλοφορικού συστήματος των αγγειωδών φυτών· το σύνολο των α. συγκροτεί ένα πυκνό και πολύπλοκο δίκτυο αγωγών, που διατρέχει ολόκληρο το φυτικό σώμα από τις ρίζες έως τις νευρώσεις των φύλλων.… … Dictionary of Greek
αγγελιοφόρος — ο ο αγγελιαφόρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγγελιαφόρος (< ἀγγελία + φόρος < φέρω) το ο αντί του α από γενίκευση τού χαρακτηριστικού φωνήεντος ο τής συνθέσεως πρβλ. αγγελιοδότης, σημαιοφόρος, ακανθοφόρος, αιμοφόρος, τροπαιοφόρος, μαχαιροφόρος,… … Dictionary of Greek
αιματοφόρος — ο ο αιμοφόρος* … Dictionary of Greek